Στη Ρόδο παλιά, όπως και στα υπόλοιπα νησιά της Δωδεκανήσου, επειδή οι ιδιωτικοί φούρνοι ήταν λίγοι, οι περισσότερες γυναίκες ζύμωναν το ψωμί στο σπίτι (πολλές φορές την πίτα και το φαγητό) και το πήγαιναν για ψήσιμο στους φούρνους της γειτονιάς κυρίως μέσα σε ταψιά (ή πινακωτές).

Το αλεύρι, μετά το νερόμυλο μεταφέρονταν στο σπίτι, όπου το έβαζαν σε ειδικά ξύλινα αμπάρια. Πριν το ψήσιμο, κοσκίνιζαν το αλεύρι με τη σίτα και το έβαζαν όλη τη νύχτα στην ξύλινη σκάφη για να αναπιάσουν το προζύμι. Το ζύμωναν με τα χέρια και το έβαζαν στην ξύλινη πινακωτή, που πασπάλιζαν νωρίτερα με αλεύρι. Σκούπιζαν καλά τον χτιστό πήλινο φούρνο του σπιτιού, τον άναβαν και έβαζαν μέσα μ' ένα ξύλινο φτιάρι το καρβέλι. Ακολουθούσε το ψήσιμο. Οι ιδιοκτήτες των φούρνων για τη διαδικασία του ψησίματος ως καύσιμα, για να πυρώσει ο φούρνος, είχαν ξύλα και κλαδιά. Πληρώνονταν τα ψηστικά με το κομμάτι και πολλές φορές δοκίμαζαν και το φαγητό, για να δοκιμάσουν αν ψήθηκε όπως έλεγαν. Στα χωριά οι οικογένειες είχαν το δικό τους φούρνο, αφού αγοραστό ψωμί δεν υπήρχε τότε. Πόσο μάλλον που ήταν υποτιμητικό για την οικογένεια να τρώει αγοραστό ψωμί. Το αλεύρι ή το σιτάρι έπρεπε να το αγοράζει με το τσουβάλι..Μόνο τα τελευταία χρόνια άλλαξε η νοοτροπία και δεν είναι πια κατηγόριο το αγοραστό ψωμί.