Από τα παλιότερα επαγγέλματα, με το καφενείο να είναι ο χώρος συγκέντρωσης και το μοναδικό μέσο διασκέδασης. Οι καφετζήδες είναι οι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές των καφενείων. Τα παραδοσιακά καφενεία είναι συνήθως ευρύχωρα, με ξύλινα κουφώματα βαμμένα σε διάφορους χρωματισμούς και μεγάλα ανοίγματα. Το καφενείο ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί και δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο μερικά ξύλινα ράφια κι ο πάγκος με τη γκαζιέρα, τα μπρίκια και τα φλιτζάνια. Με ψάθινες καρέκλες και ξύλινα τετράγωνα τραπέζια κι έναν καλοσυνάτο καφετζή. Για θέρμανση είχαν τις ξυλόσομπες και ο φωτισμός τους, πριν την ηλεκτροδότηση γίνονταν με λάμπες πετρελαίου Τα περισσότερα καφενεία βρίσκονται στο δρόμο της Αγοράς κάθε οικισμού και μέχρι τη δεκαετία του 1920 ή 1930 ορισμένα στέγαζαν και κουρεία ή μπακάλικα. Στα χωριά, ήταν μαζί καπηλειό, μπακάλικο και μικρό μαγειρείο. Εκεί μαζεύονταν οι άνδρες και περνούσαν την ώρα τους πίνοντας, γλεντώντας και σχολιάζοντας. Οι γυναίκες έμπαιναν σε καφενεία των χωριών μόνο σε ειδικές περιστάσεις, όπως σε κάποια χειμερινά πανηγύρια ή γαμήλια γλέντια που γίνονταν εκεί.
Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα σε ορισμένα από αυτά υπήρχαν τραπέζια που επάνω τους ηταν τοποθετημένος ο "μαγκαλάς" με αναμμένα κάρβουνα για τους ναργιλέδες. Ο καφετζής έψηνε τους καφέδες και ετοίμαζε το μεζέ που συνοδεύει το "καραφάκι" (και παλαιότερα το "μισοκαλίκι" δηλαδή μπουκάλι μισής οκάς) με το ούζο ή τη ρακή, στον ιδιαίτερο χώρο του, πίσω από τον ξύλινο πάγκο.
Καφενεία υπάρχουν ακόμη σε όλα τα χωριά, ωστόσο ο αριθμός τους μειώθηκε σημαντικά τις δεκαετίες του 1950-60 εξαιτίας του μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος και της παρεπόμενης μείωσης του πληθυσμού των νησιών. Σήμερα τα πιο πολλά από αυτά έχουν "εκσυγχρονισθεί" και οι νεότεροι προτιμούν να συχνάζουν σε καφετέριες.