Η ξυλεία, αλλά και το ρετσίνι των πεύκων αποτελούσαν υλικά για τη ναυπήγηση ξύλινων πλεούμενων, μια δραστηριότητα που απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση και τεχνογνωσία και αναπτύχθηκε στα νησιά από τα πολύ παλιά χρόνια. Μέχρι το 18ο αιώνα στα Δωδεκάνησα υπήρχαν μεγάλοι Ταρσανάδες (ναυπηγεία), όπου κατασκευάζονταν μικρά εμπορικά καράβια και αλιευτικά πλεούμενα.

Οι καραβομαραγκοί, πρακτικοί ναυπηγοί με μεγάλη εμπειρία (που μεταδιδόταν μέσα από την οικογενειακή παράδοση ή την επαγγελματική μαθητεία), απασχολούσαν σημαντικό αριθμό ειδικευμένων εργατών και κατασκεύαζαν πολλών ειδών σκαριά, καλύπτοντας τις ανάγκες της Δωδεκανήσου , αλλά και γενικότερα του Ανατολικού Αιγαίου.

Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα ξύλινα ιστιοφόρα κυριαρχούσαν στις θαλάσσιες συγκοινωνίες και τα Δωδεκανησιακά   ναυπηγεία κατασκεύαζαν σακολέβες (ιστιοφόρα με ένα κατάρτι), βάρκες, περάματα, τράτες, τρεχαντήρια κ.ο.κ., που ταξίδευαν μέχρι τις ακτές της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Η ατμοπλοϊκή συγκοινωνία που εξυπηρετούσε την περιοχή από τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα, αντικατέστησε σταδιακά τα ιστιοφόρα, ενώ από τη δεκαετία του 1930 τα μηχανοκίνητα πλοία κυριάρχησαν πλέον ολοκληρωτικά στις μεταφορές, στο εμπόριο, ακόμη και στην αλιεία.